Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαδάρα η.
-
- Περιοχή ορεινή και άγονη:
- επληθύνασι σε κάμπους και εις μαδάρα (Π. Ν. Διαθ. φ. 269β, 17).
[<θηλ. του επιθ. μαδαρός με αναβιβ. τόνου. Η λ. και σήμ. κρητ. και ως τοπων.]
- Περιοχή ορεινή και άγονη: