Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγνητισμός ο [maγnitizmós] Ο17 : α. η ελκτική δύναμη του μαγνήτη καθώς και το σύνολο των φαινομένων που οφείλονται σ΄ αυτήν: Φυσικός ~ ή γήινος ~, το σύνολο των μαγνητικών φαινομένων που σχετίζονται με τη γη. || (γεωλ.): ~ των πετρωμάτων. || Zωικός ~, ο υπνωτισμός. β. κλάδος της φυσικής που μελετά τους μαγνήτες και τα μαγνητικά φαινόμενα.
[λόγ. < γαλλ. magnétisme < magnét(ique) = μαγνητ(ικός) -isme = -ισμός]