Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγνήτιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγνήτιση η [maγnítisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαγνητίζω· μαγνήτισμα.

[λόγ. μαγνητι- (μαγνητίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες