Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγνήσιο το [maγnísio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, είναι αργυρόλευκο και στιλπνό και, όταν καίγεται, παράγει δυνατή φλόγα: Ενώσεις / οξείδιο του μαγνησίου, μαγνησία.
[λόγ. < νλατ. magnes(ium) -ιον < μσνλατ. magnesium < αρχ. μαγνησία]
[Λεξικό Κριαρά]
- Μαγνήσιος ο.
-
- Ο κάτοικος της Μαγνησίας (Δ. Μ. Ασία)
- (Χρον. σουλτ. 1439).
[<τοπων. Μαγνησία + κατάλ. ‑ιος. Πβ. αρχ. εθν. Μάγνης]
- Ο κάτοικος της Μαγνησίας (Δ. Μ. Ασία)