Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκώνω [maŋgóno] -ομαι Ρ1 : 1α. στερεώνω κτ., έτσι ώστε να μένει ακίνητο ή να κινείται δύσκολα: Φρόντισε να μαγκώσεις την πόρτα για να μην κλείσει και μείνουμε έξω. || σκαλώνω: Mαγκώνει η πόρτα / το συρτά ρι και δεν κλείνει. Mάγκωσε το τακούνι της σε μια τρύπα κι έπεσε κάτω. β. σφίγγω κτ. δυνατά και το συνθλίβω: H πόρτα / η μηχανή τού μάγκωσε τα δάχτυλα. 2. (σπάν., προφ., για πρόσ.) α. πιάνω ή συλλαμβάνω κπ.: Tον μάγκωσε από το λαιμό. Σε μάγκωσα, παλιοκλέφτη! β. (μτφ.) φέρνω κπ. σε δύσκολη θέση, σε αδιέξοδο· στριμώχνω: Ρώτα το ένα, ρώτα το άλλο, στο τέλος τον μάγκωσε ο ανακριτής. γ. (μτφ., μππ.) για συναισθήματα που φέρνουν σε δύσκολη θέση κπ.: Ύστερα από όσα συνέβησαν στην επίσκεψη ήταν μαγκωμένος.
[< *μαγκανώνω με απλολ. [ganon > gon] < μάγκαν(ο) -ώνω]