Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγκούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγκούρα η [maŋgúra] Ο25α : ραβδί μεγάλο και συνήθ. χοντροκομμένο: Kυνηγάω / χτυπάω / φοβερίζω κπ. με τη ~ μου. Περπατούσε ακουμπώντας στη ~ του.

[ελνστ. μακκούρα `σιδερένιο μπαστούνι΄ με ηχηροπ. του [k] από επίδρ. του [m] ;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες