Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκιά η [mangá] Ο24 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) λόγος, πράξη ή γενικά συμπεριφορά που χαρακτηρίζει το μάγκα: Mη μου κάνεις εμένα μαγκιές. Παράτα τις μαγκιές και μίλα σαν άνθρωπος. Πουλάω ~, παριστάνω το μάγκα. || (επέκτ.) ο μάγκας: Σου είναι αυτός μια ~!, είναι πολύ μάγκας.
[μάγκ(ας) -ιά]