Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκανοπήγαδο το [maŋganopíγaδo] Ο41 : 1. μαγκάνι που το έχουν εγκαταστήσει σε πηγάδι για να βγάζουν νερό: Ένα άλογο γύριζε αργά αργά το ~. 2. (μτφ.) για μονότονη και άχαρη δουλειά, απασχόληση ή γενικά ζωή: Tο ~ του νοικοκυριού. Tελειώνουν οι διακοπές και ξαναρχίζει το καθημερινό ~.
[μαγκάν(ι) -ο- + πηγάδ(ι) -ο, αρχική σημ.: `πηγάδι με μαγκάνι΄]