Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγκίπιον το· μαγκιπείον.
-
- Αρτοποιείο, φούρνος:
- (Προδρ. III 167).
[<λατ. mancipium. Ο τ. τον 5. αι. Τ. μαγκιπειό και μαντζιπειό σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 7. αι. και σε Γλωσσάρ.]
- Αρτοποιείο, φούρνος: