Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγιό το [majó] Ο (άκλ.) : ειδικό συνήθ. εφαρμοστό ρούχο που καλύπτει κυρίως τα απόκρυφα μέρη του σώματος και το φορούν στο κολύμπι: Aντρικό / γυναικείο ~. Ένα ~ ολόσωμο / ντε πιες / μπικίνι. Φορώ / βγάζω το ~ μου.
[λόγ. < γαλλ. maillot]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγιονέζα η [majonéza] Ο25α : κρύα σάλτσα που γίνεται από κρόκο αυγών, λάδι και διάφορα καρυκεύματα, τα οποία δουλεύονται μέχρις ότου γίνουν ενιαία μάζα, και σερβίρεται ως γαρνίρισμα φαγητών: Kρέας / ψάρι ~. Έκοψε η ~, δεν έπηξε καλά, χάλασε, και ως ΦΡ για αποτυχία σε κάποια ενέργεια.
[γαλλ. mayonnais(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγιόξυλο το [majóksilo] Ο41 : 1. κομμάτι από ξύλο στολισμένο με λουλούδια που περιφερόταν από παιδιά την παραμονή της Πρωτομαγιάς. 2. (οικ.) το πέος.
[Μάη(ς) -ο- + ξύλο με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (δες στο μαγιάτικος)]