Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγιστράτος ο· μαϊστράτος.
-
- Αρχή, υπηρεσία:
- εισέ κάθα οφίκιον και μαϊστράτον του νησού της Κρήτης (Βαρούχ. 5214).
[<βεν. magistrato. Πιθ. να πρόκ. για ουδ. μα(γ)ιστράτον, κατά το οφφίκιον· πβ. βυζ. ‑ον (10. αι., Meursius, Soph. <λατ. magistratus)]
- Αρχή, υπηρεσία: