Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγεύω [majévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. (σπάν.) ασκώ μαγική επίδραση ιδίως βλαβερή· κάνω μάγια. β. (συνήθ. παθ.) αποδίδω σε κτ. μαγικές ιδιότητες: Tο μαγεμένο δάσος / παλάτι. Tο γεφύρι είναι μαγεμένο· όποιος έχει πει ψέματα και το περάσει, βουβαίνεται αμέσως. 2. (μτφ.) προσελκύω ή γοητεύω κπ.: Mαγεύει με τα λόγια / με τους τρόπους του. Mαγεύτηκε από την ομορφιά της και ζήτησε να την παντρευτεί.
[1: αρχ. μαγεύω `ασκώ μαγεία΄· 2: λόγ. < αρχ. μαγεύω κατά τη σημ. του μαγικός2]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγεύω· μαγεύγω.
-
- 1)
- α) Επηρεάζω κάπ. με μαγικά μέσα, κάνω μάγια σε κάπ.:
- τον εμάγευσε και εδαιμονίζετον (Χρον. βασιλέων 1205)·
- β) προσδίδω σε κ. μαγικές ιδιότητες:
- τα κρύα νερά της βρύσης θα μαγέψω (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 91).
- α) Επηρεάζω κάπ. με μαγικά μέσα, κάνω μάγια σε κάπ.:
- 2) Γοητεύω, σαγηνεύω· ξεμυαλίζω:
- Μαγεύγου με τα λόγια σου και πέφτω και πλανούμαι (Φαλιέρ., Ιστ. 661)·
- εκείνη τον εμάγευσεν και εκαταστάθη τέτοιος (Σπαν. (Ζώρ.) V 650).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = μαγικός:
- χόρτα … μαγεμένα (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 68).
[αρχ. μαγεύω. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- 1)