Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγειρείο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγειρείο το [majirío] Ο39 : α. ειδικός χώρος, ιδίως σε εστιατόρια ή ιδρύματα, στον οποίο γίνεται το μαγείρεμα, η παρασκευή φαγητών: Tο ~ του νοσοκομείου / του γηροκομείου. Tα μαγειρεία του στρατοπέδου. β. λαϊκό εστιατόριο· μαγέρικο: Tο ~ της γειτονιάς / του λιμανιού. Tο μεσημέρι τρώει σ΄ ένα φτηνό ~.

[λόγ. < ελνστ. μαγειρεῖον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγειρειό το [majirjó] & μαγερειό το [majerjó] Ο38 : (προφ.) μαγειρείο.

[μσν. μαγειριόν < ελνστ. μαγειρεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· τροπή του άτ. [ir > er] ]

[Λεξικό Κριαρά]
μαγειρείον το· μαγειρειόν· μαγερειό· μαγερείον· μαγερειόν.
  • Μαγειρείο, κουζίνα:
    • έλα κι εσύ στο μαγερειό να φας τη μακαρούνα (Φορτουν. Έ 358).

[αρχ. ουσ. μαγειρείον. Ο τ. ‑ειόν στο Somav. και σήμ. (‑ειό). Ο τ. ‑ερείον και σήμ. ποντ. Η λ. και ο τ. ‑ερειό και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες