Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγειρεία η· μαγερεία· μαγερειά.
-
- α) Μαγειρεμένο φαγητό:
- (Προδρ. IV 115)·
- φαρμάκιν έχει η μαγερειά τούτη που μαγειρεύγεις (Ερωτόκρ. Ά 369)·
- β) ποσότητα φαγητού ίση με το περιεχόμενο μαγειρικού σκεύους:
- (Σπανός B 132).
[μτγν. ουσ. μαγειρεία. Ο τ. ‑ερεία στο Du Cange, λ. μαγειρινός και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ερειά στο Meursius (‑ιά, λ. μαγέρεμα) και σήμ. λαϊκ. (γρ. ‑ιά)]
- α) Μαγειρεμένο φαγητό: