Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγειρίτσα η [majirítsa] Ο25α : είδος σούπας που γίνεται με ψιλοκομμένα εντόσθια αρνιού ή κατσικιού και τρώγεται συνήθ. μετά την Aνάσταση: Έφαγαν τη ~ και τσούγκρισαν κόκκινα αυγά. Mετά το «Xριστός Aνέστη» έτρεξαν στο σπίτι για να φάνε τη ~.
[μαγειρ(ιά) -ίτσα]