Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγείρευμα το· μαγείρεμα· μαγέρεμα.
-
- 1) Μαγειρεμένο φαγητό:
- μαγέρεμα φακής (Πεντ. Γέν. XXV 34).
- 2) Όσπρια:
- τα μαγειρέματα δεν έχουσι (ενν. οι γυναίκες) για βρώση, μα μοναχάς … απάκι θε να τρώσι (Πανώρ. Β́ 17).
[μτγν. ουσ. μαγείρευμα. Ο τ. ‑εμα στο Somav. και σήμ. Ο τ. ‑έρεμα στο Meursius και σήμ. κρητ.]
- 1) Μαγειρεμένο φαγητό: