Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγαρισιά η [maγarisxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ακαθαρσία ιδίως από κόπρανα ανθρώπου ή ζώου.
[μσν. μαγαρισία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μαγαρισ- (μαγαρίζω) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαρισιά η· μαγαρισία.
-
- Ακαθαρσία· μιαρότητα, αμαρτία:
- να χωρίσετε τα παιδιά του Ισραέλ από την μαγαρισιά τους (Πεντ. Λευιτ. XV 31· XVI 16).
[<μαγαρίζω + κατάλ. ‑σιά. Τ. ‑σά στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Ο τ. στο Du Cange και σήμ. ποντ. Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]
- Ακαθαρσία· μιαρότητα, αμαρτία: