Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγαζάτορας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγαζάτορας ο [maγazátoras] Ο5 : (οικ.) ο ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού· καταστηματάρχης.

[μαγαζ(ί) -άτορας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες