Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαβής -ιά -ί [mavís] Ε8 & μαβί [maví] Ε (άκλ.) : (λογοτ.) που έχει μοβ χρώμα: Mαβιά μάτια. Ο ουρανός ήταν ~. || (ως ουσ.) το μαβί, το μαβί χρώμα.
[τουρκ. mavi (από τα αραβ.) -ς· τουρκ. mavi]