Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαίανδρος ο [méanδros] Ο19 : 1α. γεωμετρικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από τεθλασμένες γραμμές που σχηματίζουν ορθές γωνίες και χρησιμοποιείται κυρίως ως διακοσμητικό στοιχείο: Tοίχος / αγγείο στολισμένο με μαιάνδρους. β. κάθε σχήμα που μοιάζει με μαίανδρο: Οι μαίανδροι ενός ποταμού. 2. (μτφ.) για κτ. πολύπλοκο: Οι μαίανδροι της σκέψης του.
[λόγ. < ελνστ. μαίανδρος < αρχ. Μαίανδρος (όν. ποταμού της Μικράς Aσίας)]