Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαέστρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαέστρος ο [maéstros] Ο18α : 1α. διευθυντής ορχήστρας: Mητρόπουλος και Φον Kάραγιαν, οι μεγάλοι μαέστροι του αιώνα μας. ΦΡ αβάντι*, μαέστρο! β. οικεία προσφώνηση για οποιονδήποτε μουσικό. 2. (μτφ., για πρόσ.) πολύ ικανός ή επιδέξιος σε κτ.· μετρ: Είναι ~ στη δουλειά του.

[ιταλ. maestro ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες