Παράλληλη αναζήτηση
1.498 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μα το [má] Ο (άκλ.) : (παιδ.) το φιλί· μάκια: Kάνω ~, φιλώ.
[λ. νηπιακή]
[Λεξικό Κριαρά]
- μα (II), σύνδ.
-
- 1)
- α) (Μετά αρνητ. πρόταση) αλλά:
- Μέσα σ’ αυτήν (ενν. την βάρκαν) εμπήκασιν, όχι για να ψαρέψουν, μα πέρα στην Ανατολήν να παν να ταξιδέψουν (Γαδ. διήγ. 140)·
- Δεν έν’ καιρός, μα γνώθω το (Φαλιέρ., Ιστ. 68)·
- β) (μετά καταφ. πρόταση) όμως, μολαταύτα, ωστόσο:
- (Ερωφ. Β́ 37)·
- ήτονε δεκοκτώ χρονώ, μα 'χε γερόντου γνώση (Ερωτόκρ. Ά 79)·
- Γέροντας είναι και αυτός, μα θύμησην καλή έχει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [769])·
- γ) (μετά καταφ. πρόταση· ο σύνδ. με το όχι και ουσ.) όχι όμως:
- πήραν και … το ΄ξώπυργον, … μα όχι το καστέλλι (Διακρούσ. 1043).
- α) (Μετά αρνητ. πρόταση) αλλά:
- 2) (Προσθετικός, επιτατικός· ο σύνδ. συχνά με το και) αλλά και, αλλά επιπλέον, αλλά επιπροσθέτως:
- όχι μόνον έφυγε, μα κι εκοπάνισέ μας (Γαδ. διήγ. 529).
- 3)
- α) (Μεταβατικός στην αρχή πρότασης) λοιπόν:
- (Ερωφ. Γ́ 61)·
- μα πε μου πούρι: Εμέρωσε τ’ άγριο θεριόν εκείνο; (Φαλιέρ., Ιστ. 65)·
- β) (στην αρχή πρότασης για δήλ. έκπληξης, απορίας, κλπ.):
- Ποθούλα: … Εδώ 'σαι; Μοίρα: Μα πού ήθελες; (Φαλιέρ., Ιστ. 375)·
- Μα τάχα δεν είν’ εντροπή …; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1285])·
- γ) (στην αρχή επιφ. πρότασης):
- μ’ αν ήξευρες είντα ’παθα …! (Φαλιέρ., Ιστ. 110).
- α) (Μεταβατικός στην αρχή πρότασης) λοιπόν:
[<ιταλ. ma ή <σύνδ. αμή με επίδρ. του ιταλ. ma. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μα (Ι), μόρ.
-
- Ως ομοτικό:
- (Διγ. Esc. 653), (Απόκοπ. 254), (Ερωτόκρ. Δ́ 1621)·
- (σε ιδιάζ. χρ.):
- μα την αγάπην σου και μα την κεφαλήν σου (Προδρ. II 19 χφ H κριτ. υπ.)·
- μα τον καμόν μου της ψυχής, μα την πικρίαν της τύχης (Λίβ. Sc. 1273)·
- Τούτο ου ψεύδομαι ποσώς, μα την υστέρησίν μας (Βέλθ. 101).
[αρχ. μόρ. μα. Η λ. και σήμ.]
- Ως ομοτικό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μα 1 [ma & má] σύνδ. αντιθ. : εισάγει πρόταση ή όρο που βρίσκεται σε αντίθεση με τα προηγούμενα ή απλώς τα περιορίζει· αλλά. 1. σε απλή αντιθετική σύνδεση: Aυτά λέγονται, ~ δε γίνονται. Δεν ήταν πλούσιοι, ~ τα παιδιά τους από τίποτε δεν τα στερούσαν. || συχνά η αντίθεση γίνεται προς κτ. που εννοείται: Άργησαν να ΄ρθουν· ~ μήπως κι εμείς είμαστε έτοιμοι;, αλλά μήπως στην περίπτωση που είχαν έρθει
|| ~ και: α. όταν υπάρχει άρνηση και στα δύο μέλη: Δεν κέρδισα ~ και δεν έχασα, μα ούτε και έχασα. β. χωρίς άρνηση, όταν με το β' μέλος εκφράζεται μία επιπλέον αλλά ισότιμη πληροφορία με αυτήν του α' μέλους: Είναι έξυπνος ~ και εργατικός. 2. σε επιδοτική αντιθετική σύνδεση, όπου το β' μέλος παρουσιάζεται με έμφαση ως πιο σημαντικό ή ενδιαφέρον: όχι μόνο / μονάχα
~ και: Όχι μόνο δεν του μιλήσαμε, ~ ούτε και θέλουμε να του μιλήσουμε. Όχι μονάχα δεν το παραδέχτηκε, ~ φώναζε κι από πάνω. 3. ~ και να, ύστερα από άρνηση εισάγει παραχωρητική πρόταση· αλλά κι αν ακόμη: Δεν του τηλεφώνησε, ~ και να του είχε τηλεφωνήσει, δε θα άλλαζε τίποτε. 4. σε διαλόγους ή σε αφηγήσεις βοηθά συχνά τη μετάβαση του ομιλητή σε κτ. συναφές ή όχι προς τα προηγούμενα: ~ ας τα αφήσουμε τώρα αυτά· ειδικότερα εισάγει: α. το λόγο για τον οποίο ο ομιλητής αισθάνεται ότι είναι δύσκολο αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως: ~ έλα / πάλι που: Θέλαμε να ξεκινήσουμε ~ έλα που ο καιρός ήταν χάλια. β. την άποψη του ομιλητή: Έχεις δίκιο· ~ ήταν κτ. που δε σήκωνε αναβολή. Είπαμε να βοηθήσει ~ όχι και να τα κάνει όλα μόνη της. || σε ερωτήσεις για απορία, έκπληξη: ~ τι συμβαίνει; ~ σοβαρολογείτε; ~ τι είναι αυτά που λέτε; ~ πού τέλος πάντων το κρύψατε; ~ γιατί αργείτε; γ. έντονη επιθυμία του ομιλητή (συνοδεύεται από ανάλογη έγκλιση): Έχω πολλά ακόμη, ~ ας μη σε κουράζω άλλο. ~ επιτέλους μη μ΄ ενοχλείτε! || (λαϊκότρ.) σε συμβουλές ή προτροπές που δεν επιτρέπουν αντίρρηση: Nα μας τηλεφωνήσετε, όποτε φτάσετε· ~ δύο ~ τρεις, ό,τι ώρα και να είναι. δ. έντονη αντίρρηση σε σύντομες, κοφτές απαντήσεις: Nαι, ~ δεν είναι εύκολο. ~ τέλος πάντων τι θέλεις; ε. με βεβαιωτικά επιρρήματα ή ανάλογες εκφράσεις επιτείνει τη σημασία τους: Ε ~ βέβαια. ~ φυσικά. ~ ούτε συζήτηση. 5α. με το τι και επανάληψη της προηγούμενης λέξης, σε επιφωνηματική χρήση για δήλωση θαυμασμού ή ικανοποίησης: Aγόρασε ένα παλτό, ~ τι παλτό! β. (συνήθ. σε αρνητική πρόταση) με επιτατική σημασία: Δε μου έδωσε τίποτε ~ τίποτε, τίποτε απολύτως. Kανείς ~ κανείς δεν του συμπαραστάθηκε, απολύτως κανείς. Δε μου περίσσεψε τίποτε. ~ ούτε μια δραχμή. 6. (προφ.) συνήθ. στην έκφραση δεν έχει ~ και ξεμά, όταν ο ομιλητής δε θέλει να λάβει υπόψη του την αντίρρηση του συνομιλητή του και γι΄ αυτό συχνά δεν τον αφήνει ούτε καν να τη διατυπώσει.
[μσν. μα < ιταλ. ma]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μα 2 μόριο ορκωτικό : το χρησιμοποιεί ο ομιλητής σε επιφωνηματικές εκφράσεις σε αιτιατική: 1. καθαρά σε περιπτώσεις όρκου: ~ το Θεό / την αλήθεια / την πίστη μου. Ορκίσου. -~ το Θεό. 2. για να ενισχύσει την άποψή του, τη διαφωνία του, τη διαμαρτυρία του κτλ.: ~ το Θεό, μου είναι αδύνατο να συμφωνήσω. Ε, ~ το Θεό, καιρό είχα να συναντήσω τέτοιον άνθρωπο, στ΄ αλήθεια. ~ την πίστη μου, αγανάκτησα! (έκφρ.) ~ το ναι, για έντονη βεβαιότητα ή αγανάκτηση: Είμαι, ~ το ναι, απόλυτα σίγουρος. Ε, ~ το ναι, δεν είναι ζωή αυτή!
[αρχ. μά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαβής -ιά -ί [mavís] Ε8 & μαβί [maví] Ε (άκλ.) : (λογοτ.) που έχει μοβ χρώμα: Mαβιά μάτια. Ο ουρανός ήταν ~. || (ως ουσ.) το μαβί, το μαβί χρώμα.
[τουρκ. mavi (από τα αραβ.) -ς· τουρκ. mavi]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάγα η.
-
- Μάγισσα:
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 20).
[<βεν. maga. Η λ. στο Βλάχ.]
- Μάγισσα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαζάς ο· μαγατζάς.
-
— Βλ. και μαγαζένι(ν), μαγαζές, μαγαζί.
- α) Αποθήκη:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1778)·
- β) κατάστημα ή εργαστήριο:
- μαγαζάδες που κάμνουσι τις σαρδέλες (Πορτολ. Β 5721).
[<ουσ. μαγαζές ή πληθ. μαγαζ(ι)ά του ουσ. μαγαζί]
- α) Αποθήκη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγαζάτορας ο [maγazátoras] Ο5 : (οικ.) ο ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού· καταστηματάρχης.
[μαγαζ(ί) -άτορας]
[Λεξικό Κριαρά]