Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίσχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίσχος ο [mísxos] Ο18 : τμήμα του φύλλου ενός φυτού, λεπτό και συνήθ. κυλινδρικό, που ενώνει το κυρίως φύλλο με το βλαστό.

[λόγ. < ελνστ. μίσχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες