Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίσθωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίσθωση η [mísθosi] Ο33 : (νομ.) σύμβαση με βάση την οποία ένα πρόσωπο αποκτά το δικαίωμα χρήσης ορισμένου αγαθού για ορισμένο χρονικό διάστημα και με ορισμένο αντίτιμο: Όροι / διάρκεια της μίσθωσης. Έναρξη / λήξη της μίσθωσης. ~ εργασίας. ~ ακινήτου, νοίκιασμα.

[λόγ. < αρχ. μίσθω(σις) `προσφορά για μίσθωση, νοίκι΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες