Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μίσθωμα το [mísθoma] Ο49 : (νομ.) το αντίτιμο της μίσθωσης. || (για ακίνητο) ενοίκιο: Ετήσιο / μηνιαίο ~. Ο μισθωτής οφείλει να καταβάλλει το ~ την πρώτη κάθε μηνός.
[λόγ. < αρχ. μίσθωμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μίσθωμα το.
-
- 1) Τιμή, αντάλλαγμα μίσθωσης· (εδώ συνεκδ.) μίσθωση, νοίκιασμα:
- Περί συνηγορίας συμβουλής μισθώματος (Βακτ. αρχιερ. 180).
- 2) Αμοιβή εργασίας:
- (Rechenb. (Vog.) 224).
[αρχ. ουσ. μίσθωμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τιμή, αντάλλαγμα μίσθωσης· (εδώ συνεκδ.) μίσθωση, νοίκιασμα: