Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μίσθιο το [mísθio] Ο40 : (νομ.) κάθε αγαθό, ιδίως ακίνητο, που γίνεται αντικείμενο μίσθωσης.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. μίσθιος `που παίρνει μισθό΄ (σφαλερή αλλ. της σημ.) σημδ. γαλλ. louage(;)]