Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μίξερ το [míkser] Ο (άκλ.) : ηλεκτρική συσκευή με την οποία αναμειγνύουν ή χτυπούν υλικά που προορίζονται για την κατασκευή φαγητών ή γλυκισμάτων: Xτυπάει με το ~ τα αυγά / το βούτυρο.
[λόγ. < αγγλ. mixer]