Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίνιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίνιο το [mínio] Ο41 : 1. οξείδιο του μολύβδου συνήθ. με μορφή κόκκινης σκόνης. 2. μείγμα από μίνιο και ειδικό λάδι που χρησιμοποιείται για προστασία των μεταλλικών κατασκευών από τη σκουριά: Tα κάγκελα χρειάζονται ένα χέρι ~ πριν από τη λαδομπογιά.

[λόγ. μίνιον < ιταλ. minio]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μινιόν [minón] Ε (άκλ.) : 1. που είναι πολύ μικρός στο μέγεθος: Λάμπα ~. 2. (για πρόσ.) α. που είναι λεπτοκαμωμένος και συνήθ. χαριτωμένος: Kοπέλα ~. β. που είναι σωματικά ευαίσθητος.

[λόγ. < γαλλ. mignone (θηλ. του mignon)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες