Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μίνιμουμ το [mínimum] Ο (άκλ.) : η ελάχιστη τιμή, το κατώτατο όριο που μπορεί να φτάσει μια μεταβλητή ποσότητα. ANT μάξιμουμ: Δέχτηκε να δώσει το ~ από όσα του ζητούσαν. || (ως επίθ.): Συμμαχία κομμάτων με βάση ένα ~ πρόγραμμα.
[λόγ. < γαλλ. minimum (στη νέα σημ.) < λατ. minimum (ουδ. υπερθ. του επιθ. parvus `μικρός΄) κατά τη λατ. προφ.]