Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μίνα η [mína] Ο25 : (λαϊκότρ.) 1α. υπόγεια στοά· λαγούμι: Άνοιξαν μίνες κάτω από το κάστρο. β. στοά ορυχείου και με επέκταση το ορυχείο: Mίνες που βγάζουν μέταλλα. 2. εκρηκτική ύλη ή εκρηκτικός μηχανισμός: Έσκαβαν λαγούμια κι έβαζαν μίνες.
[ιταλ. mina]
[Λεξικό Κριαρά]
- μίνα (I) η.
-
- Βαθύς λάκκος ή υπόνομος με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη (που χρησιμοποιείται για πολιορκητικούς κυρίως σκοπούς):
- (Χρον. σουλτ. 6411)·
- Της μίνας δίνουνε φωτιά κι η χώρα όλη εσείστη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16524)·
- (μεταφ.):
- οι αναστεναγμοί μας μίνα να δώσου στην καρδιά να σβήσου τη ζωή μας (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1958).
[<ιταλ. mina. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Βαθύς λάκκος ή υπόνομος με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη (που χρησιμοποιείται για πολιορκητικούς κυρίως σκοπούς):
[Λεξικό Κριαρά]
- μίνα (II) η.
-
- Μέτρο χωρητικότητας υγρών ίσο με τρεις λίτρες:
- το μεν οινηγόν μέτρον οφείλει είναι χωρήσεως λιτρών λ́, ήγουν μινών ί τριλίτρων (Metrol. 12723).
[<μεσν. λατ. mina <λατ. hemina]
- Μέτρο χωρητικότητας υγρών ίσο με τρεις λίτρες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιναδόρος ο [minaδóros] Ο18 : (λαϊκότρ.) α. τεχνίτης ειδικευμένος στο να ανοίγει μίνες. β. τεχνίτης ειδικευμένος στις εκρηκτικές ύλες. γ. μεταλλωρύχος.
[βεν. *minador -ος (πρβ. ιταλ. minatore)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιναρές ο [minarés] Ο13 : ψηλός και στενός κυλινδρικός πύργος μουσουλ μανικού τεμένους, από τον εξώστη του οποίου ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν: Tζαμί με ένα / με δύο / με τέσσερις μιναρέδες. Aπό το ύψος του μιναρέ ακούστηκε η φωνή του μουεζίνη.
[τουρκ. minare (από τα αραβ.) -ς]