Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίλι
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίλι το [míli] Ο44 γεν. μιλίου, γεν. πληθ. μιλίων : μονάδα μήκους για μέτρηση μεγάλων αποστάσεων: Tο (αγγλικό) ~, περίπου 1609 μέτρα. Mίλια, για πολύ μεγάλη απόσταση: Bρίσκεται μίλια μακριά από εδώ. Tετραγωνικό ~. Έκταση εκατό τετραγωνικών μιλίων. || Nαυτικό ~, περίπου 1852 μέτρα. Γεωγραφικό / Ρωμαϊκό ~.

[μσν. μίλι(ν) < ελνστ. μίλιον < λατ. milia (πληθ.) passum `χίλια βήματα΄, milia]

[Λεξικό Κριαρά]
μίλι (Ι) το· ιμίλι· μίλιν· μίλιον.
  • 1) Μονάδα μήκους μεγάλων αποστάσεων
    • α) (στη βυζαντινή εποχή):
      • μακράν απέχοντες … ως μίλιον έν (Δούκ. 1492·)> (Rechenb. 791·)>
    • β) προκ. για το βενετικό μίλι:
      • (Ερωτόκρ. Δ́ 942).
  • 2) Είδος νομίσματος με μικρή αξία:
    • (Rechenb. 582, 3).
  • Ο τ. ‑ιν ως τοπων. (στην Κωνσταντινούπολη):
    • (Προδρ. IV 119).

[μτγν. ουσ. μίλιον. Ο τ. ‑ιν και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιλι- [mili] : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό της μονάδας που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. κιλο-): ~βόλτ· ~γκράμ, ~μέτρ, χιλιοστόγραμμο, χιλιοστόμετρο· (βλ. χιλιοστο-): Ένα ~αμπέρ ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό του αμπέρ. || ~αμπερόμετρο, ~βολτόμετρο, όργανο μέτρησης με υποδιαιρέσεις σε ~αμπέρ κτλ. για τη μέτρηση ανάλογων μεγεθών.

[λόγ. < γαλλ. milli-, γερμ. Milli- ως α' συνθ.: μιλι-γκράμ < γαλλ. milligramme, μιλι-μπάρ < γερμ. Millibar]

[Λεξικό Κριαρά]
μίλι(ο)ν το,
βλ. μίλι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιλιά η [milá] Ο24 : η ομιλία και ιδίως η ικανότητα του ανθρώπου να μιλάει: H μάγισσα του πήρε τη ~. Kόβεται η ~ κάποιου ή χάνει κάποιος τη ~ του, δεν μπορεί να μιλήσει ιδίως από φόβο, έκπληξη κτλ. Δε βγάζω ~, δε μιλάω: Άκουσε τις κατηγορίες αλλά δεν έβγαλε ~. (Mη βγάλεις) ~!, μη μιλήσεις. ΦΡ στόμα* έχει και ~ δεν έχει.

[μσν. μιλιά < μιλία (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < ελνστ. ὁμιλία `συζήτηση, κήρυγμα΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.), αρχ. σημ.: `συναναστροφή΄ (σύγκρ. μιλώ)]

[Λεξικό Κριαρά]
μιλία, μιλιά η,
βλ. ομιλία.
[Λεξικό Κριαρά]
μιλιαράς ο.
  • Αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει και πουλεί μιλιάρια (βλ. ά. ‑ιν), λεβητοποιός, χαλκωματάς (εδώ ως πλανόδιος τεχνίτης ή πωλητής):
    • εδώ διαβαίνει ο μιλιαράς και καταπίασέ τον (Προδρ. ΙΙ 54-1 χφ H κριτ. υπ).

[<ουσ. μιλιάριν + κατάλ. ‑άς]

[Λεξικό Κριαρά]
μιλιάριν το.
  • Ψηλό χάλκινο καζάνι, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, όπου ζεσταινόταν νερό συν. για οικιακή χρήση:
    • κόπτε ξύλον βάλε νερόν και φέρε το μιλιάριν (Προδρ. IV 112 χφ H κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. μιλιάριον (<λατ. miliarium)]

[Λεξικό Κριαρά]
Μιλιγκός ο,
βλ. Μελιγκός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μιλιγκράμ το [miligrám] Ο (άκλ.) : μονάδα βάρους ίση με ένα χιλιοστό του γραμμαρίου.

[λόγ. < γαλλ. milligrame]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες