Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίζερος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μίζερος, επίθ.
  • Τσιγκούνης:
    • Ετούτη ’ναι … μίζερη και γυρεύγει δίχως χαρίσματα γαμπρό (Φορτουν. Δ́ 68).

[<ιταλ. misero. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίζερος -η -ο [mízeros] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μιζέρια1, από φτώχεια και κακομοιριά: Mίζερη ζωή / εμφάνιση. α. (για πρόσ.) που τίποτα δεν του αρέσει, που από τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος: Mίζερο παιδί, κανένα φαγητό δεν του αρέσει. Είναι ~, πουθενά δεν περνάει καλά. || (ως ουσ.): Δεν τους πάω τους μίζερους και τους ιδιότροπους. β. (σπάν., για πργ.) που είναι ελλιπής ή ανεπαρκής από άποψη ποιότητας ή και ποσότητας: Mίζερο φαγηγό. ~ μισθός. μίζερα ΕΠIΡΡ.

[ιταλ. misero ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες