Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίασμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίασμα το [míazma] Ο49 : α. ό,τι προκαλεί μίανση από θρησκευτική, ηθι κή κτλ. άποψη: Tο ~ της αίρεσης / της αναρχίας. Xώριζαν τους πολίτες σε εθνικόφρονες και σε μιάσματα. β. (σπάν.) μίανση που είναι αποτέλεσμα υλικής φθοράς.

[λόγ. < αρχ. μίασμα]

[Λεξικό Κριαρά]
μίασμα το.
  • (Υβριστ. για πρόσωπο) αυτός που μολύνει:
    • (Σπανός A 32
    • ω μουστακάτε, μίασμα, ο Θεός να σε πατάξει (αυτ. Α 295).

[αρχ. ουσ. μίασμα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες