Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μια [mná] & μιας [mnás] στη σημ. AII : A. σε συνδεσμική χρήση. I. σε παρατακτική σύνδεση: 1. ως αντιθετικός σύνδεσμος στην αρχή δύο αλλεπάλληλων και ισοδύναμων προτάσεων· αφενός
αφετέρου: Aποφάσισε να γυρίσει ~ γιατί είχε κουραστεί και ~ γιατί σκεφτόταν πως δεν είχε πλέον νόημα να περιμένει. 2. ~
(και) ~, στην αρχή δύο αλλεπάλληλων προτάσεων ή δύο όρων μιας πρότασης, συνήθ. με διαφορετικό ή αντίθετο περιεχόμενο, δηλώνει τη συνεχή συχνή επανάληψή τους· πότε
(και) πότε, άλλοτε
(και) άλλοτε: Ο τόπος δεν τον χωρούσε· ~ σηκωνόταν, ~ καθόταν. Aπό την αμηχανία του ~ έβαζε το καπέλο του (και) ~ το έβγαζε. Έστριβε ~ δεξιά και ~ αριστερά. 3. (και) ~ και δυο, σε ζωντανό προφορικό λόγο, συνήθ. διήγηση, δηλώνει ότι μια πράξη διαδέχεται αμέσως μιαν άλλη χωρίς χρονοτριβή: Δεν τον βρήκαν στο μαγαζί και ~ και δυο ξεκίνησαν να τον βρουν στο σπίτι του. II. ~ και / μιας και / ~ που, σε υποτακτική σύνδεση εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις και εκφέρει το βασικό λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· αφού, εφόσον: Aς συνεχίσουμε το παραμύθι, ~ και το ζητάτε. Mιας και το θέλεις, θα σου πω τη γνώμη μου. ~ που το ΄φερε ο λόγος, τι κάνουν οι παλιοί σου γείτονες; B. στις επιρρηματικές ΦΡ και εκφράσεις ~ για πάντα*. ~ χαρά*. ~ και καλή*. ~ φορά*. ~ κι έξω*. ~ εδώ και ~ εκεί, όχι σε ένα σταθερό και ορισμένο μέρος: Δε μένει κάπου μόνιμα· ~ βρίσκεται εδώ και ~ εκεί. Ο πόνος είναι διάχυτος· ~ πονάει εδώ και ~ εκεί.
[θηλ. του αριθμτ. ένας· γεν. εν. του θηλ.]
[Λεξικό Κριαρά]
[Λεξικό Κριαρά]
- μιαγουρίζω,
- βλ. μιαουρίζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μιαίνω [miéno] -ομαι Ρ7.2 : (λόγ.) α. μολύνω κτ. ιδίως από θρησκευτική, ηθική κτλ. άποψη: Aποφεύγουν να μιλούν με αλλόθρησκους για να μη μιανθούν. β. (σπάν.) μολύνω κτ. προκαλώντας του υλική φθορά: Mίαναν τους τάφους / το ναό, τους βεβήλωσαν.
[λόγ. < αρχ. μιαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μιαίνω· ?αόρ. εμίωσαν.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω (μεταφ.):
- (Ιστ. Βλαχ. 1968), (Διγ. Gr. 2291), (Βίος Αλ. 5720).
- 2) Βεβηλώνω:
- εμίαναν (ενν. τα έθνη) τον ναόν (Ιστ. πολιτ. 2121).
- 3) Διαφθείρω, ατιμάζω:
- τα τρυφερά θυγάτρια … να μην τα μιάνουσιν (Θρ. Κύπρ. Μ 64).
- 4) Ντροπιάζω:
- Η γυνή … εις τους εχθρούς βούλεται να σε μιάνει (Συναξ. γυν. 306).
- 1) Κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω (μεταφ.):
- II. (Μέσ.) μολύνομαι·
- (μεταφ.) αμαρτάνω, κολάζομαι:
- γέρων επόρνευεν και εμιαίνετον (Χρον. βασιλέων 1086).
- (μεταφ.) αμαρτάνω, κολάζομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) ακάθαρτος, λερωμένος:
- (Διγ. Gr. 1157)·
- β) (μεταφ.) μιαρός, ρυπαρός:
- έθη μεμιασμένα (Βίος Αλ. 5717).
- α) ακάθαρτος, λερωμένος:
[αρχ. μιαίνω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- μιαιφονία η.
-
- Φόνος:
- ίνα … απαλλάξῃ (ενν. ο Μωυσής) αυτούς των παίδων μιαιφονίας (Ψευδο-Σφρ. 49427‑8 (έκδ. μιαφω‑)).
[αρχ. ουσ. μιαιφονία]
- Φόνος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μιαιφόνος, επίθ.· ουδ. μιαίφονον.
-
- Αιμοχαρής, αιμοδιψής, (δολο)φονικός:
- μιαιφόνου γνώμης (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 702).
- Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = διάπραξη φόνων, φονικό:
- το μιαίφονον των Χαλδαίων (Ψευδο-Σφρ. 4645).
[αρχ. επίθ. μιαιφόνος]
- Αιμοχαρής, αιμοδιψής, (δολο)φονικός:
[Λεξικό Κριαρά]
- μιαμουνάτα τα.
-
- Δικαιώματα, προνόμια, ελευθερίες ενός μιαμούνη (βλ. ά.):
- τους πιον χαμηλούς εποίκεν τους να έχουν ελευθερίες, μιαμουνάτα διά να φραντζιάζουν (Μαχ. 2413).
[<ουσ. μιαμούνης + κατάλ. ‑άτα]
- Δικαιώματα, προνόμια, ελευθερίες ενός μιαμούνη (βλ. ά.):
[Λεξικό Κριαρά]
- μιαμούνης ο.
-
- (Στην Κύπρο) αυτός που του έχουν δοθεί δικαιώματα, προνόμια (όπως φορολογικές απαλλαγές):
- άλλους εποίκαν (ενν. οι ρηγάδες) μιαμούνηδες διά ψυσικόν (Μαχ. 35429).
[<αραβ. méémoun (Χατζ., 61), αν όχι <αραβ. maymūn «τυχερός· ευλογημένος» (πβ. Καραποτόσογλου 1991: 315 σημ. 72)]
- (Στην Κύπρο) αυτός που του έχουν δοθεί δικαιώματα, προνόμια (όπως φορολογικές απαλλαγές):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μίανση η [míansi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μιαίνω.
[λόγ. < ελνστ. μίαν(σις) -ση]