Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μήτηρ η· μητέρα· ονομ., αιτιατ., κλητ. μητρί· αιτιατ. εν. μήτηρ.
-
- 1)
- α) Μητέρα:
- (Διγ. Z 414)·
- (προκ. για ζώο):
- (Πτωχολ. Β 171)·
- εκφρ.
- (1) από κοιλιάς μητρός = από την αρχή, από την πρώτη στιγμή της ζωής:
- (Διακρούσ. 11430)·
- (2) βασίλισσα μητέρα = η μάννα του βασιλιά:
- (Πτωχολ. Α 261)·
- (1) από κοιλιάς μητρός = από την αρχή, από την πρώτη στιγμή της ζωής:
- β) (προκ. για τη Θεοτόκο):
- η μήτηρ του Χριστού, λέγω, η Παναγία (Διακρούσ. 11622).
- α) Μητέρα:
- 2) (Μεταφ.) προκ. για την ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, για το Οικουμενικό Πατριαρχείο:
- (Αρσ., Κόπ. διατρ. [309, 317, 321])·
- έκφρ. μητέρα των εκκλησιών:
- (Ιστ. πατρ. 12712).
- 3) (Μεταφ.) αυτή που φροντίζει σαν μητέρα, η προστάτρια:
- η μακαρία Πουλχερία, … η μήτηρ των ορφανών και πτωχών (Χρον. βασιλέων 431)·
- (προκ. για την Παναγία):
- των ναυτών στο πέλαγος είναι πάντα μητέρα (Διακρούσ. 11712).
- 4) (Μεταφ.) πηγή, αιτία:
- η μέθη είναι ολουνών των πονηρών μητέρα (Ιστ. Βλαχ. 2079).
[αρχ. ουσ. μήτηρ. Ο τ. μητέρα και σήμ.]
- 1)