Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μήπως [mípos] σύνδ. διστ. : λειτουργεί και ως διστακτικό επίρρημα σε ευθείες ερωτήσεις. I. εισάγει ερωτηματικές προτάσεις. 1. (συχνά ~ τυχόν) σε ευθείες ερωτήσεις, για να δηλώσει ο ομιλητής την απορία του για κτ. που πιθανόν να συμβαίνει: ~ σε μάλωσε κανείς; ~ τυχόν γύρισε; ~ τηλεφώνησε κανείς όσο έλειπα; ~ είναι ακόμη στο γραφείο; ~ ενοχλώ; Πριν από σας ~ τυχόν πέρασε κανείς άλλος; Yπάρχουν ~ επίσημα στοιχεία; Πώς τιμωρήθηκε, με επίπληξη ~ ή (~) με αποβολή; ~ κοιμήθηκες και δεν τους άκουσες που ήρθαν; 2. ~ / ~ (και), σε πλάγιες ερωτήσεις· αν: Ρώτησέ τους ~ (και) θέλουν τίποτε. Aναρωτιέμαι ~ (και) ήμουν εγώ τελικά η αιτία για όλα αυτά. Φρόντισε να μάθεις ~ χρειάζονται επιπλέον στοιχεία και δε μας το λένε, και μήπως γι΄ αυτό δε μας το λένε. 3. σε ρητορικές ερωτήσεις εισάγει καταφατική ή αποφατική πρόταση που ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση: ~ κι εγώ το ήθελα;, κι εγώ καθόλου δεν το ήθελα. ~ διάβασε, για να πετύχει;, δε διάβασε καθόλου. ~ δεν του το είπαμε;, του το είπαμε πολλές φορές. ~ δεν το ξέρω;, το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα. II. εισάγει δευτερεύουσες ενδοιαστικές προτάσεις: 1. ύστερα από ρήματα ή από εκφράσεις που εκφράζουν φόβο, ανησυχία κτλ.: Φοβόταν ~ τον πιάσουν. Aνησυχούσε ~ φύγει και δεν τον ξαναδούν, και μήπως δεν τον ξαναδούν. Δεν το πήρε μαζί του από φόβο ~ και το χάσει. 2. ανεξάρτητα, για να εκφράσει την ανησυχία, το φόβο, την έγνοια, τη λαχτάρα κτλ. του ομιλητή: ~ έχει παρενέργειες αυτό το φάρμακο; Γιατί άργησαν; ~ έπαθαν τίποτε; Όλη η μέρα περνάει με αγωνία: ~ το ένα ~ το άλλο, δεν μπορώ να ησυχάσω. Aς κάνουμε την προσευχή μας, ~ και μας λυπηθεί ο Θεός. || απόλυτα, στο τέλος πρότασης: Λες να μην πήγε ακόμη στην τράπεζα; Λέω, ~. III. (ως ουσ.) το μήπως: Xιλιάδες ~ ταράζουν την ηρεμία του.
[αρχ. μή πως, μήπως]
[Λεξικό Κριαρά]
- μήπως, σύνδ.· μως.
-
- 1) Μη τυχόν, μπας και (σε ενδοιαστ. πρόταση· συχνά ακολουθείται από το και πλεοναστικά):
- Φοβούμαι μήπως και κιανείς βοσκός την απαντήξει (Πανώρ. Β́ 53)·
- δειλιάζω το μήπως με απολογιάσεις (Ερωτοπ. 543)·
- (με προηγ. το μόρ. να):
- εφοβείτον να μήπως έλθει ο αδελφός του (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 137v).
- 2) (Σε είδος πλάγιας ερώτησης μετά από πρόταση που δείχνει γενικά ενέργεια, για να δηλωθεί κ. το ενδεχόμενο ή επιδιωκόμενο και επιθυμητό):
- Εβάστα το δοξάρι του, … μήπως και λάχει τίβοτσι άγριο να κυνηγήσει (Ερωτόκρ. Β́ 668)·
- εκαρτέρει τον άγουρον, μήπως και υποστρέψει (Διγ. Ζ 2457)·
- (με προηγ. το μόρ. να):
- (Προδρ. IV 248-39 χφ K κριτ. υπ.)·
- παρακαλώ να μως με βάλουν έσω (Προδρ. IV 316 (έκδ. νάμως))·
- (με επόμ. το μόρ. να):
- ρίκτει τάχα εις τον αετόν μήπως να τον δοξεύσει (Λίβ. Esc. 2694).
[αρχ. σύνδ. μήπως. Ο τ. από συγκ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μη τυχόν, μπας και (σε ενδοιαστ. πρόταση· συχνά ακολουθείται από το και πλεοναστικά):
[Λεξικό Κριαρά]
- μηπωστάς, σύνδ.· μήπωστας.
-
- (Απορημ. σε ευθεία ή πλάγια ερώτηση με επόμ. συν. το σύνδ. και) μήπως, μη τυχόν, αν:
- Είντα μεσίτη; μηπωστάς και θες να πεις ρουφιάνο; (Στάθ. Β́ 195· Β́ 327)·
- (για δήλ. ελπίδας ή προσδοκίας):
- να πα να ρεμεντιαριστείς, μήπωστας και γλυτώσεις (Φορτουν. Β́ 93).
[<σύνδ. μήπως με παρέκταση· πβ. ανισωστάς, διχωστάς, μαλλιοστάς, κ.ά. Ο αναβιβ. του τόνου στον τ. από επίδρ. του μήπως]
- (Απορημ. σε ευθεία ή πλάγια ερώτηση με επόμ. συν. το σύνδ. και) μήπως, μη τυχόν, αν: