Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μήνιγγα η [míniŋga] Ο28 : η καθεμία από τις τρεις μεμβράνες που καλύπτουν τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό.
[λόγ. < αρχ. μῆνιγξ, αιτ. -ιγγα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μήνιγγας ο· μέλιγγας· μήλιγγας· δοτ. εν. μηλίγγι, (Ερμον. Κ 262).
-
- Κρόταφος, μηλίγγι:
- (Βέλθ. 293), (Διήγ. παιδ. 895)·
- Προς του μηλίγγου τη μερά που του κουτέλου 'γγίζει (Ερωτόκρ. Β́ 1909).
[<αρχ. ουσ. μήνιγξ η· πβ. και Μηνάς 1978: 147. Οι τ. μέλ‑ (Somav., μέληγκ‑), μήλ‑ (Βλάχ., μίλ‑), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Τσουδερός 1969: 75)]
- Κρόταφος, μηλίγγι: