Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μήνα [mína] μόριο ερωτ. : (λαϊκότρ.) εισάγει ευθείες ερωτήσεις (συχνά σειρά άστοχων ερωτημάτων) στις οποίες η απάντηση είναι συνήθ. αρνητική: ~ σε γάμο ρίχνονται ~ σε χαροκόπι; - Μήδε σε γάμο ρίχνονται μήδέ σε χαροκόπι.
[μσν. μήνα < φρ. μη να ή μην με προσθήκη -α κατά το τάχα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μήνα, μόρ.
-
- 1) (Σε ευθεία ερωτ. πρόταση)
- α) μήπως:
- (Πουλολ. 407)·
- Μήνα βλέπετε όνειρον; (Διγ. Άνδρ. 33923)·
- β) (με άρν. μην) μήπως δεν:
- Μήνα μην είναι μύρον νοητόν το Πνεύμα το άγιον …; (Πηγά, Χρυσοπ. 158 (28)).
- α) μήπως:
- 2) (Σε πλάγια ερωτ. πρόταση) μήπως:
- ηρώτησε τον Στίλπωνα μήνα έχασε τίποτε εις τον πόλεμον (Σοφιαν., Παιδαγ. 105).
- 3)
- α) (Σε είδος πλάγιας ερωτ. πρότασης μετά από ρ. που δείχνει ενέργεια, για να δηλωθεί κ. το ενδεχόμενο ή επιδιωκόμενο και επιθυμητό) μήπως και, μπας και:
- (Προδρ. III 146)·
- ας πέσω, μήνα κοιμηθώ (Καλλίμ. 1946· Τριβ., Ρε 136)·
- β) (ως ανεξάρτητη με ευχετική σημασ.):
- λέγει πάντα μέσα της «μήνα τον πάρει ο Χάρος …» (Περί γέρ. (Δαν.) 74).
- α) (Σε είδος πλάγιας ερωτ. πρότασης μετά από ρ. που δείχνει ενέργεια, για να δηλωθεί κ. το ενδεχόμενο ή επιδιωκόμενο και επιθυμητό) μήπως και, μπας και:
- 4) (Σε ενδοιαστ. —ή τελική— πρόταση) μην τυχόν (ή για να μη):
- αναχώρησε από την πλάνην, μήνα ακούσεις δεύτερον λόγον (Πηγά, Χρυσοπ. 179 (19)).
[<συνεκφ. μορ. μη + να· λίγο πιθ. <μην αναλογ. με επιρρ. σε ‑α. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) (Σε ευθεία ερωτ. πρόταση)
[Λεξικό Κριαρά]
- μηνάγω,
- βλ. μηνώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- μηναιάζω· μηνιάζω.
-
- Πληρώνω κάπ. για ένα μήνα· προσλαμβάνω κάπ. για ένα μήνα ή χρόνο:
- Δώδεκα μόδια μηναιάζουν με (Προδρ. II 26 χφ H κριτ. υπ.)·
- ήτον μηνιασμένος και είχεν μηνίον ονομίσματα ώ τον χρόνον (Μαχ. 7231).
[<ουσ. μηναίον + κατάλ. ‑άζω. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]
- Πληρώνω κάπ. για ένα μήνα· προσλαμβάνω κάπ. για ένα μήνα ή χρόνο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηναίο το [minéo] Ο39 : το καθένα από τα δώδεκα εκκλησιαστικά βιβλία, ένα για κάθε μήνα, που περιέχουν τις ιερές ακολουθίες όλων των ακίνητων εορτών· μηνολόγιο.
[λόγ. < μσν. μηναίον < αρχ. μήν (δες στο μήνας) -αίον, ουδ. του -αίος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μηναίο(ν) το· μηνίο· μηνίον· μηνιόν.
-
- Ά (Εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των ακίνητων εορτών κάθε μήνα:
- βιβλία μηναία δώδεκα τα ψαλλόμενα ανά μήνα (Κώδ. Πάτμου I 69)·
- τυπωμένα μηναία (Ροδινός 180).
- Β́
- 1) Ο μισθός ενός μηνός ή ενός χρόνου:
- την ρόγαν, το μηναίον μου (Προδρ. II 64)·
- είχεν μηνίον ονομίσματα ώ τον χρόνον μοναχά (Μαχ. 7231· Ασσίζ. 3207).
- 2)
- α) Μισθωτή υπηρεσία, μισθοδοσία:
- είς άνθρωπος κρατεί έναν σεργέντην εις το μηνιόν του (Ασσίζ. 7126· Μαχ. 54812)·
- β) (εκ)μίσθωση:
- επήραν τα β́ τους κάτεργα, όπου ήτον εις το μηνίον του ρηγός (Μαχ. 20018).
- α) Μισθωτή υπηρεσία, μισθοδοσία:
- 1) Ο μισθός ενός μηνός ή ενός χρόνου:
- Φρ.
- 1) Πιάνω εις το μηνίον = προσλαμβάνω με μισθό:
- (Βουστρ. 825).
- 2) Ποιώ μηνίον = δίνω, ορίζω (μηνιαίο) μισθό:
- (Μαχ. 30218, 4344).
[ουδ. του επιθ. μηναίος (6. αι., L‑S) ως ουσ.· κατά Θαβώρη 1969: 111 <ουσ. μηνιαίον (βλ. και ά.). Οι τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. τον 11. αι. και σήμ. (‑ο)
- Ά (Εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των ακίνητων εορτών κάθε μήνα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μήνας ο [mínas] Ο3α : α. καθένα από τα δώδεκα τμήματα του ηλιακού έτους: ~ με τριάντα μία / τριάντα / είκοσι εννιά / είκοσι οκτώ ημέρες. Ο Φεβρουάριος είναι ο μικρότερος ~ του έτους. Aρχές / μέσα / τέλη του μή να / του μηνός. Πρώτο / δεύτερο / τρίτο δεκαήμερο του μήνα. Πρώτο / δεύτερο / δεκαπενθήμερο του μήνα. Σεληνιακός ~, το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές συνόδους ή αντιθέσεις του ήλιου και της σελήνης: Ο σεληνιακός ~ έχει είκοσι οχτώ ημέρες. ΦΡ εννιά έχει ο ~, για αδιαφορία ή αμεριμνησία. το μήνα που δεν έχει Σάββατο*. (έκφρ.) ~ μπαίνει ~ βγαίνει, για τη μονιμότητα σχετικά με τις μηνιαίες απολαβές ή τις οικονομικές υποχρεώσεις κάποιου. ΠAΡ Ο ~ που τρέφει* τους έντεκα. β. χρονικό διάστημα τριάντα ημερών: Mισθός / ενοίκιο / προθεσμία / διάρκεια ενός μηνός. Xρονικό διάστημα δύο / τριών / έξι μηνών, δίμηνο, τρίμηνο, εξάμηνο. (έκφρ.) είναι κάποια στο μήνα της, διανύει τον τελευταίο μήνα της κυήσεως. ο ~ του μέλιτος*. γ. το μηνιάτικο: Xρωστάω / πληρώνω δύο μήνες.
[μσν. μήνας < αρχ. μήν, αιτ. μῆνα]