Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μήλο το [mílo] Ο39 : 1α. καρπός στρογγυλού σχήματος με σφιχτή και κάπως χυμώδη σάρκα και μικρούς σπόρους στο εσωτερικό του: Kόκκινο / κίτρινο / πράσινο ~. Kαθαρίζει τις φλούδες του μήλου πριν το φάει. Kομπόστα / πελτές / κρασί από μήλα. ~ (είναι) η ντομάτα, στρογγυλή και σφιχτή σαν το μήλο. ΦΡ το μήλον της έριδος*. σάπιο ~, για απόχρωση του μοβ. το ~, ο απαγορευμένος καρπός του Παραδείσου. ΠAΡ Tο ~ κάτω από τη μηλιά θα πέσει, για άνθρωπο που έχει όμοιο χαρακτήρα με τους γονείς του. Ένα ~ την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, για να τονιστεί η θρεπτική αξία του μήλου. β. μικρός στρογγυλός καρπός μέσα στον οποίο βρίσκονται οι σπόροι: Tο ~ του κυπαρισσιού / του κέδρου. γ. (πληθ.) παιδικό παιχνίδι. 2. ονομασία ορισμένων μικρών και συνήθ. σφαιρικών προεξοχών του ανθρώπινου σώματος: Tα μήλα του προσώπου, το εξογκωμένο τμήμα των παρειών που βρίσκεται κάτω από τα μάτια· (πρβ. ζυγωματικά). Tο ~ του Aδάμ, προεξοχή στο μπροστινό μέρος του αντρικού λαιμού· καρύδι2.
μηλαράκι το YΠΟKΟΡ. [1: αρχ. μῆλον· 2: λόγ. < αρχ. μῆλον (σε ελνστ. σημ.) & σημδ. γαλλ. pomme d΄Adam· μήλ(ο) -αράκι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μήλο το,
- βλ. μήλον.
[Λεξικό Κριαρά]
- μηλόκερως, επίθ.· μηλοκέρως.
-
- (Επίθ. του θεού Άμμωνος) που έχει κέρατα προβάτου:
- (Βίος Αλ. 1261).
[μτγν.(;) επίθ. μηλόκερως (Ψευδο-Καλλισθένης, L‑S Suppl.)]
- (Επίθ. του θεού Άμμωνος) που έχει κέρατα προβάτου:
[Λεξικό Κριαρά]
- μηλοκλόπος, επίθ.
-
- Που κλέβει πρόβατα:
- πατριάς … μιξοβαρβάρου τε και μηλοκλόπου (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 6436).
[<αρχ. ουσ. μήλον (= πρόβατο) + κλέπτω]
- Που κλέβει πρόβατα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μηλόκρανος, επίθ.
-
— Βλ. και μελίκρανος, μελίκρατος, μηνόκρανος.
- ?:
- άνδρα … μηλόκρανον, μίλοχρον (Χρησμ. (Βέης) 124 (έκδ. μι‑)).
[πιθ. <επίθ. μηνόκρανος]
- ?:
[Λεξικό Κριαρά]
- μήλον το· μήλο.
-
- 1)
- α) Ο καρπός της μηλιάς, μήλο:
- (Ζήν. Β́ 54), (Ασσίζ. 4971)·
- (προκ. για το μήλο της Έριδος):
- το μήλο το δικασιμιό εμένα να χαρίσεις (Φορτουν. Ιντ. ά 106)·
- β) (ως προσηγορία αγαπημένης γυναίκας):
- Ανάστα, …, μεμυρισμένον μήλον (Διγ. Z 1842).
- α) Ο καρπός της μηλιάς, μήλο:
- 2) (Γενικά) καρπός δέντρου:
- (Ερωτόκρ. Β́ 311).
- 3) Αντικείμενο σφαιρικού σχήματος
- α) προκ. για κόσμημα φορεσιάς:
- το μήλον επαινώ που κρέμεται εις εκείνην (ενν. την καδένα) (Γεωργηλ., Θαν. 147)·
- β) προκ. για κόσμημα της λυχνίας που βρισκόταν στη Σκηνή του Μαρτυρίου:
- (Πεντ. Έξ. XXV 31)·
- γ) ως έμβλημα εξουσίας:
- εκράτιε (ενν. ο βασιλεύς) εις το ζερβόν του χέρι ένα μήλο, ήγουν αφέντης του κόσμου (Hagia Sophia ω 5385).
- α) προκ. για κόσμημα φορεσιάς:
- 4) (Μεταφ.)
- α) η ομορφιά, κ. το εκλεκτό:
- το μήλον της σαρκός (Λίβ. Esc. 659· Ερωτόκρ. Γ́ 76)·
- β) (στον πληθ.) οι μαστοί των γυναικών:
- (Βέλθ. 714), (Θησ. ΙΒ́ [616])·
- γ) τα μέρη των παρειών που προεξέχουν, παρειές:
- τα μήλα του προσώπου των να φαίνονται ως ρόδα (Φλώρ. 811).
- α) η ομορφιά, κ. το εκλεκτό:
[αρχ. ουσ. μήλον. Ο τ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηλόπιτα η [milópita] Ο27α : γλύκισμα που γίνεται με μήλα και ψήνεται στο φούρνο.
[μήλ(ο) -ο- + -πιτα μτφρδ. αγγλ. apple pie]
[Λεξικό Κριαρά]
- Μήλος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. μήλον:
- Μήλου του λογοθέτου (Πωρικ. I 4).
- Προσωποπ. του ουσ. μήλον:
[Λεξικό Κριαρά]
- Μηλοφάγοι οι.
-
- «Αυτοί που τρώνε μήλα», ονομασία μυθικού λαού:
- κήπων των Μηλοφάγων (Βίος Αλ. 4235).
[<ουσ. μήλο + ‑φάγος· πβ. μτγν. μηλοφάγος με διαφορ. σημασ.]
- «Αυτοί που τρώνε μήλα», ονομασία μυθικού λαού: