Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέχρι [méxri] & μέχρις [méxris] σε ορισμένες περιπτώσεις όταν ακολουθεί φωνήεν· πρόθ. : ΣYN ως, έως. I. συντάσσεται με αιτιατική και δηλώνει: 1. το τέρμα, τοπικά ή χρονικά· η αφετηρία δηλώνεται με την πρόθεση από: ~ την άκρη του δρόμου / τη μέση / το λαιμό. Aπό το σπίτι ~ το σχολείο. Θα περιμένω ~ το βράδυ / το Πάσχα. Οι κάλπες θα μείνουν ανοιχτές ~ τη δύση του ηλίου. || σε στερεότυπη εκφορά: από*
ως / ~. ΦΡ ~ το κόκαλο*. || ισοδυναμεί με την πρόθεση σε, όταν εκφράζει σκόπιμη κατεύθυνση προς ένα τέρμα: Πάμε ~ το σπίτι μου;, στο σπίτι μου, όχι πιο μακριά. 2. (με απόλυτα αριθμητικά ή λέξεις που εκφράζουν ποσό) προσέγγιση και έσχατο όριο: H απόσταση είναι ~ δέκα μίλια. ~ πόσο διαθέτουν; II. με άλλες πτώσεις: 1. με ονομαστική: ~ λοχαγός μόνο κατάφε ρε να γίνει. ~ πενηντάρης φαινότανε. 2. με γενική σε λόγιες περιφράσεις, εκφράσεις και φράσεις, για να δηλωθεί κυρίως όριο: ~ αηδίας. ~ θανάτου*. ~ κεραίας*. ~ στιγμής*. μέχρις αποδείξεως του εναντίου, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. μέχρις εσχάτων*. μέχρις υπερβολής. μέχρις ενός, ως τον τελευταίο: Οι υπερασπιστές του φυλακίου σκοτώθηκαν όλοι μέχρις ενός. μέχρις εβδόμης γενεάς. ~ τέλους*. ~ τελικής* πτώσεως. III. με επίρρημα τοπικό ή χρονικό: ~ εδώ. ~ εκεί. ~ επάνω. ~ κάτω. ~ χθες. ΦΡ είμαι ~ εδώ*. φέρνω κπ. ~ εδώ*. IV. σε συνδεσμικές εκφράσεις 1. ~ που, δηλώνει πραγματικό γεγονός το οποίο: α. διακόπτει τη διάρκεια της πράξης που εκφράζει η κύρια προσδιοριζόμενη πρόταση· ώσπου, έως ότου, μέχρις ότου: Περίμεναν βουβοί, ~ που χτύπησε το κουδούνι. β. διαρκεί όσο και η πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση ή συμβαίνει συγχρόνως με αυτήν: Tον βοήθησαν ~ που μπορούσαν, ώσπου, ως εκεί. 2. ~ (που) να, δηλώνει: α. προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Mη φύγει κανείς, ~ (που) να γυρίσω. β. (συχνά σε διηγήσεις) πραγματικό γεγονός που συνέβη στο παρελθόν ύστερα από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περίμεναν τρεις ώρες, ~ να έλθει το επόμενο λεωφορείο, ύστερα από τρεις ώρες ήρθε. 3. μέχρις ότου, δηλώνει πραγματικό γεγονός το οποίο: α. διακόπτει τη διάρκεια της πράξης που εκφράζει η κύρια προσδιοριζόμενη πρόταση· ώσπου, έως ότου, μέχρις ότου: Περίμεναν βουβοί, μέχρις ότου χτύπησε το κουδούνι. β. διαρκεί όσο και η πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση ή συμβαίνει συγχρόνως με αυτήν: Tον βοήθησαν μέχρις ότου μπορούσαν, ώσπου, ως εκεί. 4. μέχρις ότου να, δηλώνει: α. προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Mη φύγει κανείς, μέχρις ότου να γυρίσω. β. (συχνά σε διηγήσεις) πραγματικό γεγονός που συνέβη στο παρελθόν ύστερα από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περίμεναν τρεις ώρες, μέχρις ότου να έλθει το επόμενο λεωφορείο, ύστερα από τρεις ώρες ήρθε.
[λόγ. < αρχ. μέχρι, μέχρις]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέχρι(ς), πρόθ.
-
- 1) (Τοπ.) έως, ίσαμε:
- (Σφρ., Χρον. 1611), (Χρον. Μορ. H 2856)·
- περιφραγμένον κεφαλήν μέχρι ποδών σιδήρῳ (Διγ. Z 3882).
- 2) (Χρον.) έως, εωσότου:
- (Βέλθ. 865), (Σφρ., Χρον. 3410)·
- μέχρι δέκα ημερών ήταν συναθροισμένοι (Αχιλλ. (Smith) N 719)·
- η τιμία κάρα (ενν. του αγίου Γεωργίου) προσκυνείται μέχρι την σήμερον (Προσκυν. ά 12722)·
- εκφρ. μέχρι εάν, μέχρις αν, μέχρις ότου = έως, εωσότου:
- (Διγ. Z 3680), (Ερμον. Φ 344), (Ελλην. νόμ. 54922).
- 3) (Προκ. να δηλωθεί το μέτρο ή ο βαθμός ενέργειας, σχέσης, κλπ.):
- ηρξάμην εμβουκώνεσθαι μέχρι του ελθείν εις κόρον (Προδρ. III 261)·
- μετά λαμπρών σου συγγενών μέχρι της κάτω τύχης (Λίβ. (Lamb.) N 14· Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 47).
- 4) (Συν. με το σύνδ. και) ακόμη και (έως …):
- (Κυπρ. ερωτ. 15323)·
- μη έβγει από το στόμαν της μέχρι και τελευτήν της (Βέλθ. 891).
[αρχ. πρόθ. μέχρι(ς). Η λ. και σήμ.]
- 1) (Τοπ.) έως, ίσαμε: