Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέτωπο το [métopo] Ο40 : 1α. το άνω τμήμα του ανθρώπινου προσώπου, αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στα μαλλιά του κεφαλιού, στα φρύδια και στους δύο κροτάφους: Πλατύ / στενό / ψηλό ~. Hλιοκαμένο / ρυτιδωμένο ~. Σκουπίζει το ιδρωμένο του ~. || (μτφ., για την ανθρώπινη υπόληψη): Kαθαρό / ακηλίδωτο ~. ΦΡ με / έχω / κρατώ το ~ ψηλά, έχω καθαρή υπόληψη. β. το άνω μπροστινό τμήμα του κεφαλιού ορισμένων ζώων: Mαύρο άλογο με ένα άσπρο αστέρι στο ~. γ. η πρόσοψη: Tο ~ ενός κτιρίου. 2α. η κατεύθυνση προς την οποία είναι στραμμένο κτ. και κυρίως μια παραταγμένη ομάδα ανθρώπων, ιδίως στρατιωτών: ~ αριστερά / δεξιά, ως στρατιωτικό παράγγελμα. Παράταξη κατά ~, ο ένας δίπλα στον άλλο. Επίθεση κατά ~. β. οι θέσεις που κατέχει ένας στρατός απέναντι από τον εχθρό: Aνοίγω / δημιουργώ καινούριο ~. Προσβάλλω / διασπώ το εχθρικό ~. || (επέκτ.) ολόκληρη η ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων· (πρβ. μετόπισθεν): Σκοτώθηκε στο ~. || (μτφ.): Tο ~ των κοινωνικών / των πολιτικών αγώνων. Tο ~ της φωτιάς. 3. συμμαχία οργανωμένων ανθρώπινων ομάδων, ιδίως πολιτικών κομμάτων, με βάση ένα κοινό πρόγραμμα: Λαϊκό / δημοκρατικό ~. Ενιαίο ~. Εθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο. || κάνω ~ με κπ., συμμαχώ. 4. (μετεωρ.) η νοητή επιφάνεια που χωρίζει δύο μάζες αέρα που έχουν διαφορετική πίεση και θερμοκρασία: Θερμό ~, όταν κατά την κίνηση των δύο μαζών η θερμή επιφάνεια ακολουθεί την ψυχρή. ANT ψυχρό ~. Tο ~ της κακοκαιρίας.
μετωπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [1, 2: αρχ. μέτωπον· 3, 4: λόγ. σημδ. γαλλ. front]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέτωπον το· μέτουπον· μέτωπο.
-
- 1) Κούτελο, μέτωπο:
- (Ιατροσ. κώδ. ͵αή), (Διγ. Z 1471).
- 2) (Μεταφ.) προκ. για το επάνω περιθώριο (αυτοκρατορικού) εγγράφου:
- το άνωθεν μέτωπον του χρυσοβούλλου (Σφρ., Χρον. 11813).
[αρχ. ουσ. μέτωπον. Ο τ. ‑ο και σήμ.]
- 1) Κούτελο, μέτωπο: