Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέτρηση η [métrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετρώI. 1. υπολογισμός ποσότητας ή μεγέθους: ~ του χρόνου / της θερμοκρασίας / μιας γωνίας. Aκριβείς μετρήσεις που γίνονται με ειδικά όργανα. 2. μέτρημα2: H αντίστροφη* ~ και ως έκφραση.
[λόγ. < αρχ. μέτρη(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέτρηση η.
-
- Καταμέτρηση· (υπο)λογισμός, περίσκεψη:
- με δίχως μέτρηση … επήγε τους σολντάδους του του Τούρκο να τους δώσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4337).
[αρχ. ουσ. μέτρησις. Η λ. και σήμ.]
- Καταμέτρηση· (υπο)λογισμός, περίσκεψη: