Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέτρημα το [métrima] Ο49 : 1. η μέτρηση1: Tο ~ των μαθητών ενός τμήματος / των ζώων ενός κοπαδιού. 2. εκφώνηση αριθμών κατά ορισμένη σειρά: Tο ~ από το ένα ως το δέκα.
[ελνστ. μέτρημα, αρχ. σημ.: `μετρημένη απόσταση΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέτρημα το.
-
- Μέτρηση· υπολογισμός, σχέδιο:
- αλλάξαν τα μετρήματα που 'χεν η όρεξή του να κάμει για το Χάνδακα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45720).
[αρχ. ουσ. μέτρημα. Η λ. και σήμ.]
- Μέτρηση· υπολογισμός, σχέδιο: