Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μέτρα η.
-
- 1) Καταμέτρηση, μέτρημα:
- Οφείλει δε έχειν το μήκος του σχοινίου της μέτρας … κάννας ις́ (Metrol. 474).
- 2) Mέτρο χωρητικότητας:
- σταμνία πέτρινα, ήγουν πίλες, … εχώρα πασαμία δύο ή τρεις μέτρες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 258r).
[<μετρώ + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- 1) Καταμέτρηση, μέτρημα: