Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μέτοχος, επίθ.
-
- α) Που μετέχει σε κ., που έχει μέρος σε κ.:
- (Διγ. Gr. 2)·
- είναι … τα φυτά μέτοχα τούτων των τεσσάρων στοιχείων (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 53r)·
- έκφρ. μέτοχος λόγου = μορφωμένος:
- (Ιστ. πατρ. 1288)·
- β) συμμέτοχος, συνεργός:
- όλες τούτες οι αμαρτίες έναι μέτοχη η μέθη, οπού τες κάνει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 366r).
- Το αρσ. ως ουσ. = συνέταιρος:
- μέτοχοι γενόμενοι, ο μεν είς έβαλεν φλουριά δ́ … ο δεύτερος έβαλεν λ́ (Rechenb. 631).
[αρχ. επίθ. μέτοχος. Η λ. και σήμ.]
- α) Που μετέχει σε κ., που έχει μέρος σε κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέτοχος 1 ο [métoxos] Ο19 θηλ. μέτοχος [métoxos] Ο36 : αυτός που έχει μετοχές μιας εταιρείας: Διανομή κερδών στους μετόχους. H γενική συνέλευση των μετόχων.
[λόγ. < μέτοχος 2 σημδ. αγγλ. shareholder· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέτοχος 2 ο : αυτός που συμμετέχει σε ορισμένη ομαδική δραστηριότητα: Ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι παθητικός θεατής αλλά ~ της κοινωνικής ζωής.
[λόγ. < αρχ. μέτοχος `συμμέτοχος΄]