Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέτοικος ο [métikos] Ο20α : 1. (ιστ.) ξένος που ήταν μόνιμα εγκατεστημένος σε αρχαία ελληνική πόλη, ιδίως στην Aθήνα, και δεν είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα: Οι κάτοικοι της αρχαίας Aθήνας χωρίζονταν σε ελεύθερους πολίτες, μετοίκους και δούλους. 2. μετανάστης.
[λόγ. < αρχ. μέτοικος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέτοικος ο.
-
- Ο εγκαταστημένος σε ξένο τόπο·
- (ειδικ.) προκ. για κάπ. που μεταφέρθηκε υποχρεωτικά από έναν τόπο για εγκατάσταση σε άλλον:
- έφερον σιργούνηδας …, ήτοι μετοίκους ή παροίκους (Ιστ. πολιτ. 255-6).
- (ειδικ.) προκ. για κάπ. που μεταφέρθηκε υποχρεωτικά από έναν τόπο για εγκατάσταση σε άλλον:
[αρχ. ουσ. μέτοικος. Η λ. και σήμ.]
- Ο εγκαταστημένος σε ξένο τόπο·