Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέσος -η -ο [mésos] Ε3 : 1. που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα σε δύο άκρα τοπικά ή χρονικά: Οι μέσοι παίκτες μιας ομάδας ποδοσφαίρου / βόλεϊ. (ως γεωγραφική ονομασία) H Mέση Aνατολή, η περιοχή από τις ανατολικές ακτές της Mεσογείου ως το Iράν. Mέσοι χρόνοι, ο Mεσαίωνας. Mέ ση παλαιολιθική / νεολιθική εποχή. Πύραυλος μέσου βεληνεκούς, που η εμβέλειά του δεν είναι πολύ μεγάλη. Άνθρωπος μέσης ηλικίας, μεσήλικας. (λόγ. έκφρ.) εν μέση οδώ*. || (ανατ.) μέσο ους / νεύρο. ~ εγκέφαλος. || (ως ουσ.) ο μέσος, το μεσαίο δάχτυλο του χεριού. 2α. (μαθημ.): ~ όρος (αριθμών), το πηλίκο που προέρχεται από τη διαίρεση του αθροίσματός τους με τον αριθμό που δηλώνει το πλήθος τους: Ο ~ όρος των αριθμών πέντε, έξι και εφτά είναι το έξι. Kατά μέσο όρο. β. που αποτελεί το μέσο όρο μιας σειράς ενδείξεων: Mέση τιμή / απόσταση / θερμοκρασία κτλ. Ο ~ όρος ζωής. γ. (λογ.): ~ όρος του συλλογισμού, που υπάρχει και στις δύο προτάσεις του. 3. που βρίσκεται μέσα στα όρια του μέτρου: Mέση κατάσταση / λύση. (έκφρ.) η μέση οδός, όχι ακραία λύση, απάντηση κτλ. σε ένα θέμα, πρόβλημα κτλ. 4. που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας στο πλαίσιο μιας κοινωνίας: Ο ~ άνθρωπος / αναγνώστης. Tο μέσο αναγνωστικό κοινό. 5. Mέση εκπαίδευση, η δεύτερη εκπαιδευτική βαθμίδα. 6. (γραμμ.) που δείχνει ότι κάποιος ή κτ. ενεργεί και η ενέργεια επιστρέφει σε αυτό(ν): Mέση διάθεση του ρήματος ή μέσο ρήμα. || Mέση φωνή.
[λόγ. < αρχ. μέσος (6: ελνστ. σημ.)]
- μέσος (Ι) το.
-
- 1) Το μεσαίο, το κεντρικό τμήμα:
- το μέσος του Μορέως (Χρον. σουλτ. 1061).
- 2) Τρόπος για την επιτυχία σκοπού, μέσο:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 711).
- 3) Μεσολάβηση:
- ο κόσμος … με το μέσος τση ετουνής (ενν. της ομορφιάς) βρίσκεται στολισμένος (Φορτουν. Ιντ. β́ 113).
- Εκφρ.
- 1) Εις το μέσος = ανάμεσα, μεταξύ (πβ. μέσον (I) Εκφρ. 2β):
- (Μαχ. 18237.)>
- 2) Στο ή 'ς τούτο το μέσος = εντωμεταξύ (πβ. μέσον (I) Εκφρ. 5):
- (Λεηλ. Παροικ. 257), (Ερωφ. Ά 547).
- Φρ. Σεβαίνω εις το ή στο μέσος =
- (α) παρεμβαίνω, μεσολαβώ:
- (Συναδ. φ. 50v)·
- (β) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι:
- (Πουλολ. 54 κριτ. υπ).
[<ουσ. μέσον. Η λ. σήμ. ποντ. και κυπρ.]
- 1) Το μεσαίο, το κεντρικό τμήμα:
- μέσος (ΙΙ), επίθ.
-
- 1) Μεσαίος:
- (Λίβ. Sc. 1423).
- 2) Ενδιάμεσος· φρ. γίνομαι μέσος = μεσολαβώ:
- (Σφρ., Χρον. 13812‑3)·
- (προκ. για προξενιό):
- (Σφρ., Χρον. 13623).
- 3) Μέτριος· όχι υπερβολικός:
- το μέσον χάρισμα (Ιστ. Βλαχ. 1611).
- 4) Μέτριος στο ανάστημα:
- (Ερμον. Δ 123, 235).
- 5) (Προκ. για ηλικία) ώριμος:
- (Λίβ. Esc. 850).
- 6) ’Ηπιος:
- Το μεν έαρ ψυχρόν και υγρόν, το δε θέρος μέσον (Ωροσκ. 394).
- Εκφρ.
- 1) Μέση απόφασις = προδικαστική απόφαση (σε αντιδιαστολή προς την πλήρη απόφαση· βλ. και μέση 8):
- (Ελλην. νόμ. 54625).
- 2) Μέση οδός της Πόλεως = ο κεντρικός δρόμος της Κωνσταντινούπολης που οδηγούσε από τη Χρυσή Πύλη στην Αγία Σοφία και τα ανάκτορα (βλ. και μέση 4):
- (Σφρ., Χρον. 8011).
- Το αρσ. ως ουσ. = το μεσαίο δάχτυλο:
- (Ορνεοσ. αγρ. 55622).
[αρχ. επίθ. μέσος. Βλ. και μέση, μέσον (Ι). Η λ. και σήμ.]
- 1) Μεσαίος:
- μεσοσαράκοστο το [mesosarákosto] Ο41 : (λαϊκότρ.) η μέση της σαρακο στής, της νηστείας που γίνεται πριν από το Πάσχα.
[μεσο- 1 + σαρακο στ(ή) -ο]
- μεσόσπιτο το.
-
- Το εσωτερικό μέρος του σπιτιού:
- πουλεί … το σπίτι οπού έχει, ήγου μεσόσπιτο και 'ξώσπιτο με αυλή (Βαρούχ. 4663).
[<επίθ. μέσος + ουσ. σπίτι]
- Το εσωτερικό μέρος του σπιτιού:
- μεσοσπονδύλιος -α -ο [mesosponδílios] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο σπονδύλους: ~ δίσκος. Mεσοσπονδύλια άρθρωση.
[λόγ. μεσο- 1 + σπόνδυλ(ος) -ιος μτφρδ. γαλλ. intervertébrale]
- Μεσοσπορίτισσα η· Μισοσπορίτισσα.
-
- Όνομα της Παναγίας (συν. στη γεν. ως όν. της γιορτής των Εισοδίων στις 21 Νοεμβρίου):
- (Byz. Kleinchron. Á 48516).
[<ουσ. μεσοσπορίτης (ιδιωμ. = Νοέμβρης) + κατάλ. ‑ισσα. Ο τ. από επίδρ. του επιθ. μισός. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Όνομα της Παναγίας (συν. στη γεν. ως όν. της γιορτής των Εισοδίων στις 21 Νοεμβρίου):
- μεσόστρατα, επίρρ.
-
- Στη μέση του δρόμου:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1544).
[<επίθ. μέσος + ουσ. στράτα. Η λ. και σήμ. κρητ. και κυπρ.]
- Στη μέση του δρόμου:
- μεσοστρατίς [mesostratís] & μισοστρατίς [misostratís] επίρρ. : (λαϊκότρ.) στη μέση του δρόμου.
[μεσο- 1 + στράτ(α) επίρρ. -ίς· μσν. μισοστρατίς < μισο- 1 + στράτ(α) -ίς]
- μεσοστρατίς, επίρρ.· μισοστρατίς.
-
- Στο μέσον του δρόμου, της διαδρομής:
- (Ιστ. Βλαχ. 636).
[<επίρρ. μεσόστρατα κατά τα επίρρ. σε ‑ίς. Η λ. και σήμ.]
- Στο μέσον του δρόμου, της διαδρομής: