Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέρος το [méros] Ο46 : 1. καθένα από τα στοιχεία που αποτελούν ένα σύνολο ή δημιουργούνται από τη διάσπασή του· τμήμα: Ένα ~ από τους μαθητές μιας τάξης / από το μισθό ενός υπαλλήλου. Xωρίζω κτ. σε δύο ίσα / άνισα μέρη. Tο πρώτο ~ του βιβλίου χωρίζεται σε δύο κεφάλαια. Kάθε λέξη αποτελείται από δύο μέρη: το θέμα και την κατάληξη. (έκφρ.) επί μέρους, χωριστός, ξεχωριστός: Στα επί μέρους κεφάλαια αναπτύσσεται διεξοδικότερα το θέμα. (λόγ.) εν* μέρει. || (γραμμ.) ~ του λόγου, καθεμία από τις ομάδες στις οποίες χωρίζονται όλες οι λέξεις σύμφωνα με τη λειτουργία τους· γραμματική κατηγορία: Tο ρήμα και το ουσιαστικό είναι τα βασικότερα μέρη του λόγου. (μτφ.): Tι ~ του λόγου είναι αυτός;, για ηθική ποιότητα. || ποσοστό: Ο πληθυσμός της γης κατά ένα μεγάλο ~ υποσιτίζεται. 2α. (ως τοπ. προσδιορισμός) ορισμένο τμήμα του ευρύτερου χώρου· μεριά: Ωραίο ~ για να χτίσει κανείς σπίτι. Σε ποιο ~ πονάς;, σημείο. || χώρα, περιοχή: Aπό ποιο ~ είσαι; Aπό τα δικά μας μέρη. Πήγε σε όλα τα μέρη του κόσμου. || κατεύθυνση: Aπό ποιο ~ φυσάει; ΦΡ παίρνω κατά ~ κπ., τον απομακρύνω από τους άλλους για να είμαστε μόνοι. αφήνω / βάζω κατά ~, παραμερίζω: Άφησε κατά ~ την γκρίνια. β. το αποχωρητήριο: Θέλω να πάω στο ~· πού είναι; 3. καθένα από τα δύο άτομα ή ομάδες που συμμετέχουν σε κτ.: Tα δύο μέρη αποφάσισαν να ανανεώσουν τη συμφωνία. Tα συμβαλλόμενα μέρη. ΦΡ εκ / από μέρους κάποιου, για δήλωση της προέλευσης: Δώσε χαιρετισμούς εκ μέρους μου. παίρνω κπ. με το ~ μου, τον κάνω να με υποστηρίξει. πηγαίνω / είμαι με το ~ κάποιου ή παίρνω το ~ κάποιου: α. υπερασπίζομαι. β. προσελκύω με το μέρος μου, κάνω κπ. να ασπαστεί τις απόψεις μου: Προσπάθησε να μας πάρει με το ~ του. παίρνω / λαμβάνω ~ σε κτ., συμμετέ χω: Παίρνω ~ σε ένα παιχνίδι / στις εξετάσεις.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. μέρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέρος το· γεν. μέρου.
-
- 1)
- α) Μερίδιο:
- (Αιτωλ., Μύθ. 379)·
- β) κληρονομικό μερίδιο·
- (εδώ μεταφ.):
- μέρος ουκ έχετε λοιπόν ουδέ κληρονομίαν … του παραδείσου (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. II 193)·
- (εδώ μεταφ.):
- γ) προκ. για φόρο:
- το μέρος λήψομαι, καθώς Δαρείῳ νόμος (Βίος Αλ. 3963).
- α) Μερίδιο:
- 2) Ορισμένη ποσότητα:
- Μαρμάρου μέρος έν (Ιερακοσ. 4902).
- 3)
- α) Τμήμα (ενός όλου), κομμάτι:
- (Rechenb. (Vog.) 364), (Ασσίζ. 25312)·
- β) η αιτιατ. επιρρ. = κατά ένα μέρος, ως ένα βαθμό:
- (Ιστ. πατρ. 1368)·
- ά δη και υπέσχετο και μέρος εποίησεν (Ιστ. πολιτ. 375)·
- γ) (μεταφ.):
- μέρος από την κακοσύνην τους (Σουμμ., Ρεμπελ. 193)·
- δ) τμήμα του ανθρώπινου γένους, φύλο:
- μέρος αχαμνότερο (ενν. η Εύα) παρά τον άνδραν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 371r)·
- ε) συστατικό μέρος, στοιχείο:
- το μέρος το θνητόν μου (Σουμμ., Παστ. φίδ Έ [366]).
- α) Τμήμα (ενός όλου), κομμάτι:
- 4) Τμήμα κειμένου, απόσπασμα:
- μέρος εκ τά διηγάται (Συναξ. γυν. 309).
- 5) Πλευρά, μεριά:
- εσυνάχθησαν του Βορέα το μέρος όλες οι γλώσσες (Διήγ. Αλ. G 286)·
- (σε ιδιάζ. χρ.):
- απαντοχήν εις τον Χριστόν διά το δεξόν του μέρος (Ρίμ. θαν. 26).
- 6) Πλευρά του σώματος:
- σπαθί εις τα ζερβά του μέρη (Διγ. O 2638).
- 7)
- α) Σύνολο, ομάδα ανθρώπων:
- (Διγ. Gr. 567)·
- β) (προκ. για αντίπαλες στρατιωτικές παρατάξεις):
- σφάγηκαν πολλοί απέ τα δύο μέρη (Θησ. Β́ [104])·
- γ) (στον πληθ.) αυτοί που συνδέονται με κάπ. είδους σχέση (συν. προκ. για δύο πρόσωπα):
- (Ιμπ. 890)·
- εάν εφίλησεν ο μνηστήρ την μνηστήν … και τελευτήσει ένα των αμφοτέρων μερών (Ελλην. νόμ. 5292).
- α) Σύνολο, ομάδα ανθρώπων:
- 8) (Νομ.)
- α) αντίδικη πλευρά, διάδικος:
- έρχεται το μέρος της γυναικός εγράφως και λέγει ούτως (Ελλην. νόμ. 51816)·
- β) (στον πληθ. συν. σε διαθήκη) οικείοι, κληρονόμοι:
- να μη ηπορείς … τι κρατήσαι δι’ εσέν ή διά τα μέρη σου (Συνθήκ. Καλλ. 309· Διαθ. Ντεφαΐτζ. 76).
- α) αντίδικη πλευρά, διάδικος:
- 9) Τμήμα τόπου, θέση:
- δένδρα … εις μέρη τα του πύργου εφύτευσεν (Διγ. Z 3920).
- 10) (Συν. στον πληθ.) τόπος, περιοχή:
- (Πανώρ. Έ 394)·
- (μεταφ.):
- με πολλήν ευλάβεια 'πό της καρδιάς τα μέρη (Λεηλ. Παροικ. Αφ. 31).
- 11) Κατεύθυνση:
- η Χρυσάντζα ως προς το μέρος της φωνής … πάγει (Βέλθ. 1197). Εκφρ.
- 1) Άνω μέρου = περισσότερο:
- (Ασσίζ. 2985).
- 2) Απάνω μέρου = παραπάνω, προηγουμένως:
- (Ασσίζ. 3529).
- 3) Από μέρους = ως ένα βαθμό:
- (Σφρ., Χρον. 7814).
- 4) Από μέρους μου, από το μέρος μου, βλ. από 5α εκφρ. (δ).
- 5) Εις ή σε (κάπ.) μέρος = κάπως, λίγο, ως ένα βαθμό:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1685).
- 6) Εις μέρος = παράμερα, στην άκρη:
- (Λίβ. Sc. 1651).
- 7) Εις μέρος μέν …, εις άλλο δέ, βλ. εις Εκφρ. 19.
- 8) Εκ το έν μέρος …, εκ το άλλο = από τη μιά …, από την άλλη:
- (Χρον. Μορ. P 4872).
- 9) Εκ (του) μέρους μου, εκ το μέρος μου =
- (α) από εμένα, εξ ονόματός μου (για δήλ. προέλ. ή εξουσιοδότησης):
- (Διάτ. Κυπρ. 5042)·
- (β) όσο αφορά εμένα, όσον εξαρτάται από εμένα:
- (Πόλ. Τρωάδ. 5796.)>
- 10) Κατά μέρη, κατά μέρος, βλ. κατά Εκφρ. 10, 11.
- 11) Μέρος …, μέρος =
- (α) κατά ένα μέρος (τους) …, κατά ένα άλλο· άλλοι …, άλλοι:
- (Γαδ. διήγ. 218), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3152)·
- (β) από τη μια …, από την άλλη:
- (Βυζ. Ιλιάδ. 323).
- Φρ.
- 1) Γίνομαι εις μέρος = αποχωρίζομαι, αποσχίζομαι:
- (Σπαν. P 238).
- 2) Έχω μέρος εις κ. = συμμετέχω· (εδώ) ενέχομαι:
- (Ασσίζ. 3512).
- 3) Έχω μέρος με (ή μετά) κάπ. =
- (α) σχετίζομαι, συνδέομαι (φιλικά):
- (Φορτουν. Δ́ 466), (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι ΧΙΙ 93)·
- (β) μοιάζω:
- (Σπανός A 410).
- 4) Θέτω εις μέρος = παραμερίζω, αποβάλλω:
- (Προδρ. IV 487 χφ V κριτ. υπ).
- 5) Κόβονται τα μέρη μου = αποκάμνω, παραλύω (από έντονο συναίσθημα· πβ. και κόπτω φρ. 8):
- (Χρον. Τόκκων 2834).
[αρχ. ουσ. μέρος. Η γεν. ‑ου και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μερός-νυκτός, επιρρ. έκφρ.,
- βλ. ημέρα 1β.