Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέρισμα το [mérizma] Ο49 : (οικον.) το τμήμα των κερδών, συνήθ. ετήσιων, που αναλογεί σε καθεμιά από τις μετοχές μιας ανώνυμης εταιρείας: Πληρωμή μερισμάτων στους μετόχους. Προσωρινό / τελικό / αζήτητο ~.
[λόγ. < ελνστ. μέρισμα (μερίζω) `μέρος΄ σημδ. γαλλ. dividende]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερισματαπόδειξη η [merizmatapóδiksi] Ο33 : (οικον.) απόδειξη για την είσπραξη του μερίσματος από το δικαιούχο.
[λόγ. μερισματ- (μέρισμα) + απόδειξις (-σις > -ση)]