Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέριμνα η [mérimna] Ο27 : (λόγ.) η φροντίδα: Οι βιοτικές μέριμνες. H ~ για το παιδί / για τους γέρους. Kοινωνική ~, οργανωμένη κοινωνική προσφορά σε άτομα που έχουν ανάγκη. (λόγ. έκφρ.) μερίμνη κάποιου, με δική του φροντίδα: H διαθήκη θα εκτελεσθεί μερίμνη του συμβολαιογράφου. || (στρατ.) Διοικητική ~, το σύνολο των λειτουργιών που έχει σχέση με την παροχή των απαιτούμενων εφοδίων, υλικών ή υπηρεσιών στις μάχιμες μονάδες.
[λόγ. < αρχ. μέριμνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέριμνα η· μέρεμνα.
-
- 1)
- α) Σκέψη, έγνοια, φροντίδα:
- (Αχιλλ. L 230), (Διγ. Z 1495), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 270)·
- φρ. φέρω εις μέριμναν = φέρνω στο νου, υπενθυμίζω:
- (Διγ. Z 1245).
- β) προβληματισμός, επίμονη, σοβαρή σκέψη, συλλογή:
- (Λίβ. P 118)·
- μέριμναν θανάτου (Αλφ. 1497)·
- γ) περίσκεψη, επαγρύπνηση:
- ο νους μου να 'χει μέριμναν μήπως και ασφαλίσω της μοίρας μου το ασύστατον (Λίβ. N 2029 (έκδ. ανί‑))·
- δ) ανησυχία, αγωνία:
- θανάτου ουκ έχω μέρεμνα (Λίβ. Esc. 2204).
- α) Σκέψη, έγνοια, φροντίδα:
- 2) (Συν. στον πληθ.)
- α) στενοχώρια, βάσανο, σκοτούρα:
- η θλίψις δε της φυλακής, η μέριμνα (Γλυκά, Στ. 142)·
- δάκρυα, χολές και ξενιτείες και μέριμνες μεγάλες (Περί ξεν. 220)·
- β) προκ. για ερωτικά βάσανα:
- είμαι εις πόθου μέριμναν (Λίβ. Sc. 342)·
- πεφύκασι γαρ μέριμναι πολλαί τοις αγαπώσιν (Διγ. Z 912).
- α) στενοχώρια, βάσανο, σκοτούρα:
- 3)
- α) Φροντίδα για εξοικονόμηση, αναζήτηση:
- του προσφαγίου η μέριμνα (Προδρ. ΙΙΙ 273-5 χφφ ΡΚ κριτ. υπ.)·
- β) ενδιαφέρον, εγρήγορση:
- Έχοντα φόβον του Θεού έχε την μέριμνάν σου (Σπαν. O 225).
- α) Φροντίδα για εξοικονόμηση, αναζήτηση:
- 4) Επιδίωξη, μέλημα:
- Ήλθεν εις τέτοιαν μέριμνα να κοσμοψηλαφήσει (Λόγ. παρηγ. L 32).
- 5) Επιμέλεια:
- να 'χουν (ενν. ο ναύκλερος και ο γραμματικός) φροντίδαν, μέριμναν όλην του καραβίου (Απολλών. 622).
- 6) (Προκ. για το Θεό) πρόνοια:
- κείνος που σας έπλασεν έχει την μέριμνά σας (Περί γέρ. (Δαν.) 187).
[αρχ. ουσ. μέριμνα. Η λ. και σήμ.]
- 1)